- περιοικοδόμημα
- περιοικοδόμημαwall built roundneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιοικοδόμημα — τὸ, Α [περιοικοδομώ] 1. τοίχος κτισμένος γύρω από οικοδόμημα, περίφραγμα 2. οι οικοδομές γύρω από κάτι … Dictionary of Greek